γυμνός

γυμνός
-ή, -ό (AM γυμνός, -ή, -όν)
1. αυτός που δεν φοράει τίποτε
2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος
3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος
4. στερημένος από κάτι
5. αβοήθητος
6. απαλλαγμένος από κάτι
7. (για τόπους) άγονος, χωρίς βλάστηση
8. (για όπλα) αυτός που είναι έξω από τη θήκη ή το κάλυμμα του
9. πραγματικός, ειλικρινής
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ελάχιστη επίπλωση ή διακόσμηση
2. (για γυναίκα) άσεμνα ντυμένη
3. το ουδ. ως ουσ. το γυμνό
αναπαράσταση γυμνού σώματος
4. επίρρ. γυμνά
απλά, με σαφήνεια
αρχ.
1. άοπλος
2. ελαφρά οπλισμένος
3. αγένειος
4. (για άλογο) χωρίς χαλινάρι
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυμνά
τα ακάλυπτα μέρη τού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαία λέξη, που απαντά σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με διάφορες όμως μορφές, οι οποίες οφείλονται είτε σε ανομοίωση είτε σε λόγους οικονομίας τής γλώσσας. Στις δυτικές γλώσσες οι τύποι για το γυμνός φέρουν οδοντικό επίθημα (πρβλ. λατ. nū dus, αρχ. ιρλ. nocht, γοτθ. nagaps, γερμ. nackt, αρχ. νορβ. nokkuiər). Ενώ στις ανατολικές γλώσσες αφενός απαντούν τύποι με εκτεταμένη βαθμίδα ρίζας και χωρίς επίθημα (πρβλ. λιθ. nuogas, αρχ. σλαβ. nagŭ) αφετέρου τύποι με επίθημα -n- (πρβλ. αρχ. ινδ. nagna- αβεστ. mayna-). To επίθημα τών γερμανικών τύπων (αρχ. νορβ. nakinn, αρχ. φριζ. naken) προήλθε ίσως από τις μετοχές σε -n. Εξάλλου το χεττ. nekumanza παρουσιάζει απόκλιση λόγω τού φωνήεντος -e- (πρβλ. και αρμ. merk) και πιθ. αποτελεί νεώτερο σχηματισμό κατά τα επίθετα σε -want. Ο ελλ. τ. γυμνός ανάγεται στην ινδοευρ. ρίζα *nogw-no- «γυμνός». Η ύπαρξη τού -υ-δικαιολογείται από το ακόλουθο χειλοϋπερωικό (πρβλ. νυξ), ενώ το σύμπλεγμα -μν- παριστάνει το IE -gwn- (πρβλ. αμνός). Πρόβλημα παρουσιάζει το αρχικό -γ- τού τύπου, το οποίο δεν έχει ερμηνευτεί με βεβαιότητα. Η εξέλιξη *νυγνός > *μυγνός > γυμνός δεν είναι ικανοποιητική. Ο Ησύχιος εξάλλου παραδίδει τ. λυμνός, πιθ. < *νυμνός, με ανομοίωση (πρβλ. και «απολύγματος
απογύμνωσις», Κύπριοι).
ΠΑΡ. γυμμνάζω, γυμνότητα (AM -της), γυμνώνω (AM -ώ)
αρχ.
γυμνάς, γυμνής, γυμνικός
νεοελλ.
γύμνια.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γυμνόκαρπος, γυμνοκέφαλος, γυμνόπους, γυμνοσοφιστές (Α -αι), γυμνόσπερμος
αρχ.
γυμνοδερκούμαι, Γυμνοπαιδία, γυμνοπαιδική, γυμνοπόδιον, γυμνορρύπαρος, γυμνοσπέρματος, γυμνόχρους
αρχ.-μσν.
γυμνοποδώ
μσν.- νεοελλ.
γυμνοπόδης
νεοελλ.
γυμνιππεύω, γυμνοδασία, γυμνόδερμος, γυμνοθεραπεία, γυμνόκαυλος, γυμνοκράτης, γυμνοκρατία, γυμνοκώλης, γυμνόκωλος, γυμνόλαιμος, γυμνόνωτος, γυμνοπόδαρος, γυμνοποδία, γυμνόπτερος, γυμνόρρiζος, γυμνοσάλιαγκας, γυμνοσκελής, γυμνόσκελος, γυμνόστερνος, γυμνόστηθος, γυμνόσωμος, γυμνόφυλλος. (Β' συνθετικό) ημίγυμνος
αρχ.
πάγγυμνος, παράγυμνος νεοελλ. θεόγυμνος, κατάγυμνος, μισόγυμνος, ολόγυμνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γυμνός — naked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνός — ή, ό 1. αυτός που δε φοράει ρούχα, γδυτός, ακάλυπτος: Της αρέσει να κάνει μπάνιο στη θάλασσα γυμνή. 2. μτφ., ο φτωχός, ο άδειος: Το δωμάτιό μου είναι γυμνό γιατί δεν αγόρασα ακόμα έπιπλα. 3. χωρίς βλάστηση, άδεντρος: Γυμνός λόφος. 4. το ουδ. ως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γυμνὸς ὡς ἐκ μητρός. — γυμνὸς ὡς ἐκ μητρός. См. В чем мать родила …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γυμνότερον — γυμνός naked adverbial comp γυμνός naked masc acc comp sg γυμνός naked neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνόν — γυμνός naked masc acc sg γυμνός naked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνότατα — γυμνός naked adverbial superl γυμνός naked neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμναῖς — γυμνός naked fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμναῖσιν — γυμνός naked fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμναί — γυμνός naked fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνοτάτοις — γυμνός naked masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”